- προοδοιπόρος
- ὁ, Ααυτός που βαδίζει μπροστά, που προηγείται σε οδοιπορία.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ὁδοιπόρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προοδοιπορώ — έω, ΜΑ [προοδοιπόρος] 1. προηγούμαι, προπορεύομαι («προοδοιπορών τῷ ἀδελφῷ», Λουκ.) 2. (για τους νεκρούς) απέρχομαι πρώτα, αναχωρώ προηγουμένως αρχ. παθ. προοδοιποροῡμαι διανύομαι, διατρέχομαι από οδοιπόρο … Dictionary of Greek